-
1 оркестр
оркестр м η ορχήστρα·симфонический \оркестр η συμφωνική ορχήστρα· духовой \оркестр η ορχήστρα πνευστών οργάνων эстрадный - η ορχήστρα ελαφρής μουσικής* * *мη ορχήστραсимфони́ческий орке́стр — η συμφωνική ορχήστρα
духово́й орке́стр — η ορχήστρα πνευστών οργάνων
эстра́дный орке́стр — η ορχήστρα ελαφρής μουσικής
-
2 симфонический
симфонический συμφωνικός; \симфонический оркестр η συμφωνική ορχήστρα* * *симфони́ческий орке́стр — η συμφωνική ορχήστρα
-
3 оркестр
оркестрм ἡ ὁρχήστρα:духовой \оркестр ἡ ὁρχήστρα πνευστών ὁργάνων, ἡ μπάντα, ἡ φανφάρα· струйный \оркестр ἡ ὁρχήστρα ἐγχορδων ὁργάνων симфонический \оркестр ἡ συμφωνική ὁρχήστρα· \оркестр филармонии ἡ φιλαρμονική· государственный \оркестр ἡ κρατική ὁρχήστρα. -
4 оркестр
-а α.ορχήστρα•духовой оркестр η μπάντα, φανφάρα•
симфонический оркестр συμφωνική ορχήστρα•
струнный оркестр ορχήστρα έγχορδων οργάνων•
дивизионный оркестр η ορχήστρα της μεραρχίας.
|| ο προ της σκηνής χώρος της ορχήστρας. -
5 симфонический
επ.συμφωνικός•-ая музыка συμφωνική μουσική•
симфонический концерт συμφωνική συναυλία•
симфонический оркестр συμφωνική ορχήστρα.
-
6 συμφωνικός
-
7 оркестр
η ορχήστραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оркестр
-
8 музыка
-и θ.1. μουσική•инструментальная музыка ενόργανη μουσική•
вокальная -• η φωνητική μουσική•
симфоническая музыка συμφωνική μουσική•
камерная музыка μουσική δωματίου•
танцевальная -μουσική χορού•
духовная музыка εκκλησιαστική μουσική•
духовая музыка μουσική πνευστών οργάνων•
похороны с -ой κηδεία με μουσική•
положить на -у μελοποιώ•
склонность к -е κλίση προς τη μουσική.
2. ορχήστρα•военная музыка η στρατιωτική μουσική.
|| μουσικό όργανο.3. υπόθεση, ασχολία πολυσύνθετη και παρατραβηγμένη.εκφρ.музыка не та ή другая – εντελώς διαφορετικά, άλλο βιολί, όχι, το ίδιο βιολί.
См. также в других словарях:
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — η 1. ομάδα από οργανοπαίχτες για τη μουσική εκτέλεση έργων: Συμφωνική Ορχήστρα. 2. ο τόπος μπροστά από τη σκηνή του θεάτρου όπου βρίσκονται τα μέλη της ορχήστρας. 3. στους αρχαίους Έλληνες, ο χώρος μπροστά στη σκηνή όπου παρουσιαζόταν ο χορός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών — (ΚΟΑ). Μουσικό σύνολο που εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1893. Η αρχική ονομασία της ΚΟΑ ήταν Μαθητική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και είχε ιδρυθεί από τον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γ.Ν. Ζάζο. Το 1911 η ορχήστρα μετονομάστηκε σε Συμφωνική… … Dictionary of Greek
συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που … Dictionary of Greek
Κουσεβίτσκι, Σεργκέι Αλεξάντροβιτς — (Sergej Alexandrovic Kusevickij, Βίσνι Βολοτσέκ 1874 – Βοστόνη 1951). Ρώσος διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και δεξιοτέχνης του κοντραμπάσου. Σπούδασε μουσική στη Μόσχα και στο Βερολίνο, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Άρθουρ Νίκις. Συμμετείχε… … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
Οικονομίδης, Φιλοκτήτης — (Αθήνα 1889 – 1957). Έλληνας αρχιμουσικός. Σπούδασε μουσικός στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε τη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στην οποία αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Ο Ο. ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε αρκετά… … Dictionary of Greek
Καζαντεζί — (Casadesus). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων μουσικών. 1. Φρανσίς Λουί (Francis Louis, Παρίσι 1870 – 1957). Bιολονίστας και συνθέτης. Καταγόταν από οικογένεια μουσικών. Ήδη σε ηλικία 12 ετών είχε αρχίσει λαμπρή σταδιοδρομία ως βιολονίστας, παίζοντας… … Dictionary of Greek
σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… … Dictionary of Greek
τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… … Dictionary of Greek